- περιψύξει
- περίψυξιςshiveringfem nom/voc/acc dual (attic epic)περιψύξεϊ , περίψυξιςshiveringfem dat sg (epic)περίψυξιςshiveringfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στόμωση — η / στόμωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στομῶ / ώνω] η σκλήρυνση τού σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων με βύθισή τους σε κρύο νερό, ενώ είναι πυρακτωμένα, η μεταβολή τους σε χάλυβα, βαφή, βάψιμο, ατσάλωμα («στόμωσις πελέκεως», Πλούτ.) αρχ. 1. διάνοιξη οργάνου τού … Dictionary of Greek